Η εξορία του πόνου
Ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που καθίσταται την κάθε στιγμή, αλλά αυτό που μπορεί να γίνει, αυτό το οποίο καλείται από τον Θεό να γίνει.
Ο Paul Brand, ένας μεγάλος γιατρός του περασμένου αιώνα, έχει γράψει ότι αν είχε στα χέρια του τη δύναμη να εξαφανίσει τον πόνο από τον κόσμο, δεν θα τη χρησιμοποιούσε ποτέ. Είναι αλήθεια ότι όσο μια κοινωνία αποκτά την ικανότητα να περιορίσει τον πόνο, τόσο περισσότερο χάνει την ικανότητα να αντιμετωπίσει τον πόνο που απομένει. Και η αλήθεια είναι ότι ο πόνος δεν σταματά ποτέ. Στις σύγχρονες ωστόσο κοινωνίες, ένας τέτοιος λόγος, μια τέτοιου είδους κατάθεση φαντάζει ιδιαίτερα τολμηρή και απόκοσμη.
Γι’ αυτό ακριβώς στις κοινωνίες μας αναζητείται με διαφόρους τρόπους το χάπι της ανωδυνίας·
αναζητούνται τρόποι που να είναι σε θέση να αναστείλουν τη λειτουργία του πόνου και να δημιουργήσουν την αίσθηση της ανυπαρξίας του. Αν θα θέλαμε να βρούμε μια φράση που να συνοψίζει τη ζωή μας σε σχέση με τον πόνο -σωματικό, ψυχολογικό, συναισθηματικό- θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση: «Περισσότερο παυσίπονο. Αποτελεσματικότερη δράση». Σε μια σύγχρονη κοινωνία, μια φαίνεται να είναι η λύση απέναντι σε όλο αυτόν τον ατέλειωτο πόνο: Τον διώχνεις μακριά. Τον αγνοείς, τον ξεχνάς, κάνεις ότι δεν υπάρχει ή τον πολεμάς με κάθε μέσο, το οποίο μπορείς να διαθέσεις. Παρόλες, όμως, τις αγωνιώδεις προσπάθειές σου, η σχέση σου μαζί του μοιάζει να είναι ατέλειωτη.
Δεν νικιέται ο πόνος. Αλλάζει είδος και μορφή, μετασχηματίζεται, εμφανίζεται στην ιστορία από άλλη πόρτα.
Ο τρόπος που θα επιχειρήσει ο καθένας από εμάς να διαχειριστεί αυτόν τον πόνο δεν αποτελεί μια θεωρητική τοποθέτηση, μια διδακτική άσκηση, αλλά μια υπαρξιακή αυτοσυνειδησία. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο εαυτός μας τοποθετείται απέναντι στην ζωή και τα πράγματα, απέναντι στους ανθρώπους και τις σχέσεις, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ύπαρξη και τις προοπτικές της. Θα μπορούσαμε να γράψουμε πολλά για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη ζωή ο άνθρωπος που αντιμετωπίζει τον πόνο με τον φόβο του αγνώστου ή με την επιθυμία της αποφυγής και την αγωνία της άρνησης. Θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε τις προϋποθέσεις του ανθρώπου εκείνου που βλέπει τον πόνο ως τιμωρία για κάποιο κακό ή λάθος που έκανε.
Ως τι πρέπει τελικά να αντικρίσουμε τον πόνο;
Εκεί που θα άξιζε ίσως να στρέψουμε την προσοχή μας είναι στον άνθρωπο αυτόν, ο οποίος βλέπει τον πόνο ως έναν διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό· ως έναν δυναμικό τρόπο κίνησης προς το πρόσωπο του σαρκωμένου Χριστού. Βλέπει στην δυσκολία, στην κακουχία, στον πόνο, μια ευκαιρία παιδαγωγίας, μια δυνατότητα προστασίας από αυτά που μπορούν να τον βλάψουν σε βάθος.
«Ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».
Μοιάζει περίεργο, αλλά εκεί ξεκινούν τα όρια της ορθόδοξης εσχατολογίας. Ο άνθρωπος δεν είναι αυτό που καθίσταται την κάθε στιγμή, αλλά αυτό που μπορεί να γίνει, αυτό το οποίο καλείται από τον Θεό να γίνει. Τότε ο πόνος είναι προοπτική, είναι άνοιγμα και δρόμος· δρόμος συνάντησης και δοκιμασία της ύπαρξης.
Ι.Κ. Νικηφόρου