Η μουσική στον Παπαδιαμάντη (Β' μέρος)
Η μουσική στον Παπαδιαμάντη ήταν μια υπαρξιακή του κατάθεση, μια ομολογία ενός ευρύτερου τρόπου ζωής, ενός ευρύτερου τρόπου αντίληψης.
Ο κυρ-Αλέξανδρος δεν έψαλλε, δεν τραγουδούσε επειδή απλώς το είχε επιλέξει, επειδή του άρεσε. Η μουσική στον Παπαδιαμάντη ήταν μια υπαρξιακή του κατάθεση, μια ομολογία ενός ευρύτερου τρόπου ζωής, ενός ευρύτερου τρόπου αντίληψης. Σίγουρα σε αυτό έπαιξε καταλυτικό ρόλο η εκ των συνθηκών συμπόρευσή του με την μουσική από τα παιδικά του χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο η εκ συνειδήσεως μετοχή του στην υπερκόσμια έννοια του ήχου και στην θεολογική αλήθεια που αυτή μπορεί να φέρει. Και επιτρέψτε μου εδώ να γίνω λίγο πιο αναλυτικός, αναφερόμενος σε ένα γνωστό μουσικό -τρόπον τινά- διήγημα του Παπαδιαμάντη, τον «ξεπεσμένο δερβίση».
Ο «ξεπεσμένος δερβίσης» αποτελεί κάτι πολύ παραπάνω από μια ιστορία ενός παρακμιακού, ενός ξεχασμένου μουσικού.
Είναι μια συμβολική κατάθεση, μια συμβολική μαρτυρία ενός βασανισμένου και μειωμένου μουσικού κόσμου, του ανατολικού ρωμέικου τρόπου της μουσικής, τόσο του εκκλησιαστικού όσο και του κοσμικού. Ο ξεπεσμένος δερβίσης είναι γραμμένος το 1896 την εποχή όπου η δυτική μουσική με όλες τις συναφείς διακλαδώσεις της, είχε κατακλύσει τα αστικά κέντρα τόσο στις εκκλησίες όσο και στις διάφορες κοσμικές εκδηλώσεις του ελλαδικού χώρου. Η διδασκαλία της δυτικής μουσικής θεωρίας είχε κυριαρχήσει στα ωδεία, εκεί όπου πια δεν υπήρχαν δάσκαλοι της ανατολικής μουσικής. Το διήγημα αυτό, λοιπόν, αποτελεί την έκφραση της μουσικής ιστορίας ενός ολόκληρου λαού και παράλληλα την κατάθεση του πόνου και της αγωνίας του κυρ-Αλέξανδρου για την μετάλλαξη η οποία επετεύχθη μέσα στον ελλαδικό χώρο. Η αντίστασή του αυτή απέναντι στο μουσικό κατεστημένο μιας ολόκληρης εποχής, από την στιγμή που δεν προέρχεται από ώριμη μουσική γνώση ή από ιδεοληπτικές μικρότητες απορριπτικής φύσεως έναντι της εν γένει δυτικής παραδόσεως, καθίσταται μαρτυρία της βίωσης της ανατολικής ρωμέϊκης μουσικής από τον Παπαδιαμάντη ως τρόπου υπαρκτικού.
Ως συνταύτιση δηλαδή βιώματος, τρόπου ζωής, θεολογίας και μουσικής.
Θα μπορούσαμε να σταθούμε ώρα πολύ πάνω από αυτές τις έννοιες. Τότε θα γινόμασταν όμως ασυνεπείς απέναντι σε αυτό που προϋποθέτει και ολοκληρώνει την μουσική του σκιαθίτη διηγηματογράφου. Εννοώ τη σιωπή. Η σιωπή αυτή είναι διάχυτη στο έργο του Παπαδιαμάντη, μάλλον το περικλείει. Είναι αυτή που δημιουργεί την υφολογική μοναδικότητα, είναι αυτή που συνέχει την ενότητα των αντιθέτων. Ένα δυτικό έργο υψηλής τέχνης μπορεί να εκφράσει με τρόπο μοναδικό τη χαρά, τη λύπη, την αγωνία, την κωμωδία, τον φόβο, την αγαλλίαση. Αυτό όμως που αδυνατεί να επιτύχει είναι η ενότητα όλων των παραπάνω, η αρμονική τους συμπόρευση. Εκεί συναντάμε το βυζαντινό μέλος, εκεί και τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, εκεί τη ζωή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Εκεί συναντάμε αυτή την εσωτερική σιωπή, αυτόν τον ποιοτικό σαββατισμό που γεννά η μελική αρμονία.
Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά στο ερώτημα περί μουσικότητας του Παπαδιαμάντη, αυτό που ξέρω και νομίζω ότι το ξέρω καλά, είναι ο κυρ-Αλέξανδρος, ο ίδιος, γερμένος στο στασίδι του Αγίου-Ελισαίου να ψέλνει με φωνή τρεμάμενη από την κακιά την χρήση, το «Χριστός γεννάται». Τον βλέπω να χτυπάει το πόδι του κάτω ρυθμικά, τον βλέπω να διαβάζει με λαχτάρα μικρού παιδιού τις προφητείες για τον ερχόμενο μεσσία, να ενθουσιάζεται και να συνεπαίρνεται από την χορευτικότητα της ενάτης ωδής, τον βλέπω να διώχνει τους παρείσακτους εθελοντές ψάλτες, τους μη ψάλλοντας κατά το «γνήσιον» βυζαντινό ύφος. Τον βλέπω να στέκεται πλάι στον αγαπητό του ξάδερφο Μωραϊτίδη και να ψάλλει με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του τον πολυέλεο της εορτής. Τον βλέπω να καυγαδίζει με τους προκαλούντας θόρυβο και σύγχυση, τον βλέπω, τέλος, να πλησιάζει με συστολή το ποτήριον της ζωής και να μετέχει της τεθεωμένης φύσεως του Κυρίου.
Μουσικός ή όχι, αυτός ήταν ο κυρ-Αλέξανδρος. Ένας αιώνιος εραστής της αλήθειας, ένας ατέρμονας εραστής της σιωπής. Ένας εραστής της αληθινής σιωπής, δηλαδή της μουσικής.
Η μουσική στον Παπαδιαμάντη: Α’ Μέρος – π. Ιωσήφ Κουτσούρης