«Δός μοι τούτον τον ξένον»
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι με φθόνο εξορίσαν απ’ τον κόσμο.
«Δός μοι τούτον τον ξένον»
Βλέποντας τον ήλιο να κρύβει τις ίδιες του τις ακτίνες
και το καταπέτασμα του ναού να σχίζεται με τον θάνατο του Σωτήρα,
ο Ιωσήφ προσήλθε στον Πιλάτο και θερμά τον ικετεύει λέγοντας:
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενείται στον κόσμο.
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που οι συμπατριώτες του από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο.
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, γιατί παραξενεύομαι καθώς βλέπω την ξενιτιά του θανάτου.
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που ξέρει να φιλοξενεί τους φτωχούς και τους ξένους.
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι με φθόνο εξορίσαν απ’ τον κόσμο.
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, να τον κρύψω σε τάφο, γιατί σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι.
Δώσ’ μου τούτο τον ξένο, που αντικρύζοντάς τον νεκρό, η Μάνα του φωνάζει:
Ω, Υιέ και Θεέ μου, αν και πληγώνονται τα σωθικά μου
κι η καρδιά μου σπαράζει που σε βλέπει νεκρό,
αλλά αναθαρρώντας απ’ την ανάστασή σου, δοξάζω Σε.
Και με τούτα τα λόγια ικετεύοντας τον Πιλάτο
ο άρχοντας λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
και σε σεντόνι και σμύρνα το τυλίγει με φόβο πριν το βάλει στον τάφο.
Το Σώμα αυτό που παρέχει σε όλους την αιώνια ζωή και το μέγα έλεος.
«Δός μοι τούτον τον ξένον» – Γεωργίου Ακροπολίτου, Στιχηρὸν ψαλλόμενον τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ σαββάτῳ
© Απόδοση στη Νεοελληνική: www.epiaspalathon.gr (2018)