Ευαγγέλιο Κυριακής 30 Απριλίου 2017
Κυριακή των Μυροφόρων (Μάρκ. 15.43-47, 16.1-8) – “Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος, όπου τον είχαν θέσει.”
Ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Αφού ήλθε ο Ιωσήφ, που καταγόταν από την πόλη Αριμαθαία, και ήταν διακεκριμένος και ευυπόληπτος βουλευτής (μέλος του ιουδαϊκού Συνεδρίου), ο οποίος (είχε πιστέψει στον Χριστό και) ανέμενε την Βασιλεία του Θεού, αυτός τόλμησε και παρουσιάσθηκε στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος απόρησε, εάν τόσο γρήγορα πράγματι είχε πεθάνει (ο Ιησούς). Και αφού κάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε, εάν είχε πολλή ώρα που είχει πεθάνει εκείνος (ο Ιησούς). Και αφού πληροφορήθηκε από τον εκατόνταρχο (για το γεγονός), χάρισε στον Ιωσήφ το σώμα. Και (ο Ιωσήφ) αφού αγόρασε σεντόνι καινούργιο και κατέβασε αυτόν (από τον Σταυρό), τύλιξε με το σεντόνι και έθεσε αυτόν κάτω στο μνήμα, το οποίο ήταν σκαμμένο στον βράχο, και κύλισε λίθο πάνω στην θύρα του μνημείου. Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία (η μητέρα) του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχή, που τίθεται (το σώμα του Κυρίου). Και την επομένη, όταν (έδυσε το ήλιος και) πέρασε το Σάββατο, η Μαρία Μαγδαληνή και η Μαρία (η μητέρα) του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα, για να έλθουν (στον τάφο) και να αλείψουν εκείνον (τον Ιησού). Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, την ώρα που γλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείο. Και αναρωτιούνταν μεταξύ τους: «ποιος θα μας αποκυλήσει τον βαρύ λίθο από τη θύρα του μνημείου;». Και μόλις σήκωσαν τα βλέμματά τους, είδαν ότι είχε αποκυλησθεί ο λίθος, ο οποίος άλλωστε ήταν πολύ μεγάλος. Και αφού εισήλθαν στο μνημείο, είδαν να κάθεται στα δεξιά ένας νέος, ντυμένος με στολή λευκή, και κατελήφθησαν από φόβο και κατάπληξη. Αυτός όμως τους είπε: «μη απορείτε και μη φοβάσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε τον Ιησού τον Ναζαρηνό, τον εσταυρωμένο. Αναστήθηκε, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος, όπου τον είχαν θέσει. Αλλά πηγαίνετε και πείτε στους μαθητές του, και ιδιαιτέρως στον Πέτρο, ότι πηγαίνει νωρίτερα από εσάς στην Γαλιλαία. Εκεί θα τον δείτε, όπως άλλωστε σας είχε πει». Και αυτές, αφού βγήκαν, έφυγαν από το μνημείο. Τις είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξη και δεν είπαν σε κανέναν τίποτε, διότι φοβούνταν (τις είχε καταλάβει δέος και κατάπληξη για τον άγγελο που είδαν και προ παντός για την Ανάσταση, περί της οποίας άκουσαν).
© Απόδοση στη Νεοελληνική: v.a.k. για λογαριασμό του www.epiaspalathon.gr (2017)
Εικόνα εξωφύλλου:
Ο Άγγελος αναγγέλλει τον μήνυμα της Ανάστασης στις Μυροφόρες. Τοιχογραφία από την Ιερά Μονή Mileševa της Σερβίας (περ. πρώτο μισό 13ου αιώνα). Πηγή: Wikimedia Commons.
Άδεια CC BY-SA 3.0 (Δικαιούχος πνευματικής ιδιοκτησίας: Snežana Trifunović)