Ευαγγέλιο Κυριακής 29 Οκτωβρίου 2017 - Κυριακή Ζ΄ Λουκά
Λουκ. 8.41-56 – Η θεραπεία της αιμορροούσας και η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου
Κυριακή Ζ΄ Λουκά – Λουκ. 8.41-56
Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Έχε θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πορεύσου με ειρήνη
Και ήρθε ένας άνδρας, του οποίου το όνομα ήταν Ιάειρος και αυτός ήταν άρχοντας της Συναγωγής. Και, πέφτοντας στα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να έλθει στο σπίτι του, διότι είχε μία μοναχοκόρη, περίπου δώδεκα ετών, και αυτή πέθαινε. Καθώς λοιπόν αυτός πήγαινε [προς το σπίτι του Ιάειρου], τα πλήθη τον «έπνιγαν» [με τον συνωστισμό τους]. Και μια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγίες εδώ και δώδεκα χρόνια, [και] η οποία, παρόλο που είχε κατασπαταλήσει όλη την περιουσία της στους γιατρούς, δεν είχε μπορέσει να θεραπευθεί από κανέναν, πλησίασε πίσω [του] και άγγιξε την άκρη του ιματίου του και, αμέσως, σταμάτησε η αιμορραγία της. Και ο Ιησούς είπε: «Ποιος είναι εκείνος που με άγγιξε;». Και καθώς όλοι αρνούνταν [ότι τον είχαν αγγίξει], είπε ο Πέτρος και εκείνοι [οι μαθητές] που βρίσκονταν μαζί του: «Διδάσκαλε, τα πλήθη σε έχουν περικυκλώσει και σε πιέζουν ολόγυρα και εσύ ρωτάς: ¨Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε¨;». Και ο Ιησούς είπε: «Κάποιος με άγγιξε. Διότι κατάλαβα δύναμη [ενέργεια θαυματουργική] να εξήλθε από εμένα». Όταν λοιπόν είδε η γυναίκα ότι δεν διέλαθε [της προσοχής], τρέμοντας ήλθε και, πέφτοντας μπροστά [στα πόδια] του, του διηγήθηκε ενώπιον όλου του κόσμου [που βρισκόταν εκεί] την αιτία, για την οποία τον είχε αγγίξει, και ότι θεραπεύθηκε αμέσως. Και αυτός της είπε: «Έχε θάρρος, κόρη [μου], η πίστη σου σε έσωσε. Πορεύσου με ειρήνη». Και ενώ μιλούσε ακόμα, έρχεται κάποιος από [το σπίτι] του αρχισυναγώγου, λέγοντάς του ότι «πέθανε η κόρη σου. Μην βάζεις σε κόπο τον διδάσκαλο». Και ο Ιησούς, όταν άκουσε, του αποκρίθηκε, λέγοντας: «Μην φοβάσαι. Μόνο πίστευε, και θα σωθεί». Και όταν ήλθε στην οικία, δεν άφησε να εισέλθει [μαζί του] κανείς, εκτός από τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και τον πατέρα της κόρης και την μητέρα. Και όλοι έκλαιγαν και θρηνούσαν γι’ αυτήν. Εκείνος όμως είπε: «Μην κλαίτε. Δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Και τον περιγελούσαν, επειδή γνώριζαν ότι είχε πεθάνει. Αυτός όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, κράτησε το χέρι της και [την] φώναξε, λέγοντας: «Κόρη, σήκω». Και επέστρεψε το πνεύμα της και αναστήθηκε αμέσως και διέταξε να της δοθεί να φάει. Και εξεπλάγησαν οι γονείς της. Εκείνος όμως τους παρήγγειλε να μην πουν σε κανέναν τον γεγονός.
© Απόδοση στη Νεοελληνική: v.a.k. για λογαριασμό του www.epiaspalathon.gr (2017)