Ευαγγέλιο Κυριακής 24 Σεπτεμβρίου 2017
Κυριακή Α’ Λουκά (Λουκ. 5.1-11) – Και αφού έφεραν στην ξηρά τα πλοία, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν
Ευαγγέλιο Κυριακής Α΄ Λουκά (Λουκ. 5.1-11) – Η θαυμαστή αλιεία
Καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ
Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ τοῦ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους. ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον. καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διεῤῥήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν. καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Και αφού έφεραν στην ξηρά τα πλοία, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν
Και συνέβη, ενώ ο λαός τον είχε περιτριγυρίσει, για να ακούν τον λόγο του Θεού, και αυτός στεκόταν δίπλα στη λίμνη Γεννησαρέτ, είδε δύο πλοία αραγμένα κοντά στη λίμνη. Και οι ψαράδες, αφού είχαν αποβιβαστεί από αυτά, ξέπλεναν τα δίκτυα. Αφού λοιπόν μπήκε σε ένα από τα πλοία, το οποίο ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να απομακρυνθούν λίγο από την ξηρά. Και αφού κάθισε [στο πλοίο], δίδασκε από το πλοίο τον λαό. Όταν όμως σταμάτησε να μιλά, είπε στον Σίμωνα: ξανανοίξου στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για να πιάσετε [ψάρια]. Και, αποκρινόμενος ο Σίμωνας, του είπε: «Κύριε, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, παρόλο που κοπιάσαμε, δεν πιάσαμε τίποτε. Αλλά, για τον λόγο σου, θα ρίξω το δίχτυ». Και αφού το έπραξαν αυτό, συγκέντρωσαν μεγάλο πλήθος ψαριών, τόσο που σκιζόταν το δίχτυ τους. Και με νεύματα φώναξαν τους συνεταίρους τους, που βρίσκονταν στο άλλο πλοίο, για να έρθουν και να πιάσουν μαζί με αυτούς [τα δίχτυα]. Πράγματι, ήλθαν [αυτοί] και γέμισαν και τα δύο πλοία τόσο ώστε άρχισαν να βυθίζονται [από το βάρος των ψαριών]. Αφού λοιπόν [τα] είδε [αυτά] ο Σίμων Πέτρος, έπεσε στα γόνατα ενώπιον του Ιησού, λέγοντας: «Βγες, Κύριε, από [το πλοίο που ανήκει σε] εμένα, διότι είμαι άνθρωπος αμαρτωλός». Διότι είχε καταληφθεί από μεγάλη έκπληξη ο ίδιος και όλοι όσοι βρίσκονταν μαζί του για την ψαριά που είχαν πιάσει και ομοίως και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, οι οποίοι ήταν συνέταιροι του Σίμωνα. Και είπε ο Ιησούς προς τον Σίμωνα: «Μην φοβάσαι. Από τώρα, θα αλιεύεις ανθρώπους». Και αφού έφεραν στην ξηρά τα πλοία, άφησαν τα πάντα και τον ακολούθησαν.
© Απόδοση στη Νεοελληνική: v.a.k. για λογαριασμό του www.epiaspalathon.gr (2017)