Απόστολος Κυριακής του Παραλύτου 29.4.2018
Προσευχήθηκε και στρεφόμενος προς την νεκρή, είπε: «Ταβιθά, σήκω επάνω»
Απόστολος Κυριακής του Παραλύτου (Πραξ. 9.32-42)
ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι.
Ἐγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῶον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε, προσευχήθηκε και στρεφόμενος προς τη νεκρή, είπε: «Ταβιθά, σήκω επάνω».
Περνώντας ο Πέτρος από όλα τα μέρη (τις κατά τόπους κοινότητες), κατέβηκε και στους χριστιανούς που κατοικούσαν στη Λύδδα. Βρήκε λοιπόν εκεί έναν άνθρωπο που λεγόταν Αινέας. Αυτός ήταν παράλυτος, κατάκοιτος στο κρεββάτι εδώ και οκτώ χρόνια. Ο Πέτρος του είπε: «Αινέα, ο Ιησούς Χριστός σε θεραπεύει. Σήκω και στρώσε μόνος σου το κρεβάτι σου». Και αυτός αμέσως σηκώθηκε. Και τον είδαν όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και στον Σάρωνα, οι οποίοι τον είδαν και δέχτηκαν τον Ιησού για Κύριο τους. Στην Ιόππη ήταν και μια μαθήτρια που λεγόταν Ταβιθά – στα ελληνικά σημαίνει «Δορκάδα». Αυτή έκανε πάρα πολλά καλά έργα και ελεημοσύνες. Εκείνες τις ημέρες όμως αρρώστησε και πέθανε. Αφού την έλουσαν, τοποθέτησαν το σώμα της στο ανώγειο. Η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, όταν άκουσαν οι μαθητές ότι ο Πέτρος βρισκόταν σε αυτήν, έστειλαν δύο άντρες σε αυτόν, για να τον παρακαλέσουν να πάει σε αυτούς το συντομότερο. Πράγματι ο Πέτρος ξεκίνησε και πήγε μαζί τους. Μόλις έφθασε, τον ανέβασαν στο ανώγειο. Αμέσως τον περικύκλωσαν όλες οι χήρες, κλαίγοντας, και δείχνοντάς του ενδύματα, τα οποία έφτιαχνε (γι’ αυτές) η Δορκάδα όσο ζούσε. Ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε, προσευχήθηκε και στρεφόμενος προς την νεκρή, είπε: «Ταβιθά, σήκω επάνω». Και αυτή άνοιξε τα μάτια της και αφού είδε τον Πέτρο, ανασηκώθηκε. Της έδωσε τότε το χέρι και την σήκωσε. Ύστερα φώναξε τους χριστιανούς και τις χήρες και τους την παρουσίασε μπροστά τους ζωντανή. Αυτό μαθεύτηκε σε όλη την Ιόππη, και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο.
© Απόδοση στη Νεοελληνική: www.epiaspalathon.gr (2018)