Απόστολος Κυριακής 7 Μαΐου 2017

Κυριακή Δ΄ Εβδομάδας των Πράξεων των Αποστόλων (Πραξ. 9.32-42) – «…προσευχήθηκε και, στρεφόμενος προς το σώμα, είπε: ‘Ταβιθά, σήκω!’»

Ἐγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῶον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Συνέβη δε, καθώς ο Πέτρος περιόδευε όλα (αυτά) τα μέρη, να κατεβεί και στους αγίους (τους Χριστιανούς δηλ.), οι οποίοι κατοικούσαν στη Λύδδα. Βρήκε λοιπόν εκεί έναν άνθρωπο, που ονομαζόταν Αινέας και ο οποίος ήταν παράλυτος, κατάκοιτος στο κρεββάτι εδώ και οκτώ χρόνια. Και του είπε ο Πέτρος: «Αινέα, ο Ιησούς Χριστός σε θεραπεύει! Σήκω και στρώσε μόνος σου το κρεββάτι σου». Και αμέσως σηκώθηκε. Και τον είδαν όλοι όσοι κατοικούσαν στη Λύδδα και την περιοχή του Σάρωνα, οι οποίοι (αφού πίστεψαν) επέστρεψαν στον Κύριο. Στην Ιόππη ήταν και μια μαθήτρια που λεγόταν Ταβιθά, της οποίας το όνομα στα ελληνικά ερμηνεύεται «Δορκάς». Αυτή έκανε πάρα πολλά καλά έργα και ελεημοσύνες. Συνέβη λοιπόν εκείνες τις ημέρες να ασθενήσει και να πεθάνει. Αφού την έλουσαν (σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα, για να ετοιμασθεί για την ταφή), τοποθέτησαν το σώμα της στο υπερώο. Επειδή δε η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, οι μαθητές (δηλ. οι Χριστιανοί), όταν άκουσαν ότι ο Πέτρος βρισκόταν σε αυτήν, έστειλαν δύο απεσταλμένους σε αυτόν, για να τον παρακαλέσουν να έλθει μέχρι αυτούς και να μην δείξει απροθυμία (γι’ αυτήν τη μετάβαση). Πράγματι ο Πέτρος σηκώθηκε και πήγε μαζί τους. Αφού έφθασε, τον ανέβασαν στο υπερώο. Και παρουσιάσθηκαν δίπλα του όλες οι χήρες, κλαίγοντας, και δείχνοντάς του χιτώνες και (άλλα) ενδύματα, τα οποία έφτιαχνε (γι’ αυτές) όσο ζούσε η Δορκάς. Αφού λοιπόν ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω (από το υπερώο), γονάτισε, προσευχήθηκε και, στρεφόμενος προς το σώμα (της νεκρής), είπε: «Ταβιθά, σήκω!». Και αυτή άνοιξε τα μάτια της και αφού είδε τον Πέτρο, ανασηκώθηκε. Της έδωσε τότε το χέρι και την σήκωσε. Και αφού κάλεσε τους αγίους (δηλ. τους υπόλοιπους Χριστιανούς) και τις χήρες (που βρίσκονταν μεταξύ τους) την παρουσίασε μπροστά τους ζωντανή. Και τούτο μαθεύτηκε σε όλη την Ιόππη. Και πολλοί πίστεψαν στον Κύριο.

 

 

© Απόδοση στη Νεοελληνική: v.a.k. για λογαριασμό του www.epiaspalathon.gr  (2017)

(Visited 207 times, 1 visits today)

Σχετικές δημοσιεύσεις