Ευαγγέλιο Κυριακής 21 Μαΐου 2017
Κυριακή του Τυφλού (Ιω. 9.1-38). «Εσύ πιστεύεις στον υιό του Θεού;»
Παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Απόδοση στη Νεοελληνική
Καθώς περνούσε [από εκεί] ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που ήταν τυφλός εκ γενετής. Και τον ρώτησαν οι μαθητές του, λέγοντες: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, για να γεννηθεί τυφλός;». Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς αυτού, αλλά [γεννήθηκε τυφλός,] για να φανερωθούν τα έργα του Θεού σε αυτόν. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με έστειλε, όσο είναι ημέρα. Έρχεται νύκτα, όταν κανείς δεν μπορεί να εργάζεται. Όταν βρίσκομαι στον κόσμο, είμαι φως του κόσμου.». Αφού είπε αυτά, έπτυσε κάτω και έφτιαξε πηλό και επάλειψε τον πηλό στα μάτια του τυφλού και του είπε: «πήγαινε, νίψου στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ – η οποία μεταφράζεται [στα ελληνικά] “απεσταλμένος”». Πήγε λοιπόν εκεί και ξεπλύθηκε και ήλθε, βλέποντας. Οι γείτονές του λοιπόν και όσοι τον έβλεπαν μέχρι τότε, ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητούσε ελεημοσύνη;». Άλλοι έλεγαν ότι αυτός είναι και άλλοι ότι είναι κάποιος που του μοιάζει. Εκείνος όμως έλεγε ότι «εγώ είμαι». Του έλεγαν λοιπόν: «πώς άνοιξαν τα μάτια σου;». Τους απάντησε εκείνος και είπε: «άνθρωπος που τον λένε Ιησού έφτιαξε πηλό και επάλειψε με αυτόν τα μάτια μου και μου είπε: “πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου”. Αφού πήγα και αφού ξεπλύθηκα, άρχισα να βλέπω». Του είπαν λοιπόν: «Πού είναι εκείνος;». Τους λέγει: «Δεν ξέρω». Τον φέρνουν λοιπόν στους Φαρισαίους εκείνον που ήταν κάποτε τυφλός. Ήταν δε Σάββατο , όταν έφτιαξε τον πηλό ο Ιησούς και διάνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού. Πάλι τώρα τον ρωτούσαν και οι Φαρισαίοι, πώς ανέβλεψε. Αυτός λοιπόν τους είπε: «έθεσε πηλό στα μάτια μου και ξεπλύθηκα και βλέπω». Έλεγαν όμως κάποιοι από τους Φαρισαίους: «Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι εκ Θεού, διότι δεν τηρεί το Σάββατο [την αργία δηλ. του Σαββάτου]». Άλλοι έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας άνθρωπος αμαρτωλός, να κάνει τέτοια θαύματα;». Και υπήρχε διχογνωμία μεταξύ τους. Λένε λοιπόν πάλι στον τυφλό: «Εσύ τι λες περί αυτού, το ότι δηλ. σου διάνοιξε τους οφθαλμούς;». Εκείνος είπε: «ότι είναι προφήτης». Δεν τον πίστεψαν όμως οι Ιουδαίοι, ότι ήταν πράγματι τυφλός και τώρα είχε βρει το φως του και κάλεσαν τους γονείς αυτού που είχε δει πάλι και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, τον οποίο εσείς λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει;». Και αποκρίθηκαν οι γονείς αυτού και τους είπαν: «Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός. Πώς όμως τώρα βλέπει, αυτό δεν το ξέρουμε, ή ποιος του διάνοιξε τους οφθαλμούς, εμείς δεν γνωρίζουμε. Αυτός είναι αρκετά μεγάλος, ρωτήστε τον λοιπόν τον ίδιο. Αυτός θα μιλήσει για το τι του συνέβη». Αυτά τα είπαν οι γονείς αυτού, διότι φοβούνταν τους Ιουδαίους. Ήδη είχαν συμφωνήσει, ότι εάν κάποιος ομολογούσε ότι εκείνος [ο Ιησούς] ήταν ο Χριστός, να εκδιωχθεί από τη συναγωγή [και να μην ξαναγίνει δεκτός εκεί]. Γι’ αυτό οι γονείς αυτού είπαν ότι [ο γιος τους] «έχει την κατάλληλη ηλικία, ώστε να ρωτήσετε τον ίδιο». Κάλεσαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Δοξολόγησε τον Θεό. Εμείς γνωρίζουμε ότι αυτός ο άνθρωπος [δηλ. ο Ιησούς] είναι αμαρτωλός». Αποκρίθηκε τότε εκείνος και τους είπε: «Εάν είναι αμαρτωλός, αυτό δεν το ξέρω. Ένα όμως ξέρω: ότι αν και ήμουν τυφλός, τώρα πια βλέπω». Του είπαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς διάνοιξε τους οφθαλμούς σου;». Και τους αποκρίθηκε: «Σας είπα ήδη, και δεν με προσέξατε. Γιατί πάλι θέλετε να ξανακούσετε; Μήπως και εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;». Τότε τον εξύβρισαν και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς όμως είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς γνωρίζουμε ότι στον Μωυσή μίλησε ο Θεός. Αυτό όμως δεν ξέρουμε, από πού προέρχεται». Αποκρίθηκε ο άνθρωπος και τους είπε: «Αλήθεια, εδώ είναι το παράδοξο, ότι δηλ. εμείς δεν γνωρίζετε, από πού προέρχεται, και [όμως] μου διάνοιξε τους οφθαλμούς. Γνωρίζουμε δε ότι ο Θεός δεν εισακούει τους αμαρτωλούς, αλλά εάν κάποιος είναι θεοσεβής και πράττει [σύμφωνα με] το θέλημά του, τούτου [την προσευχή] ακούει. Από την αρχή του κόσμου δεν ακούσθηκε ξανά ότι κάποιος διάνοιξε τους οφθαλμούς τυφλού εκ γενετής. Εάν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε». Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Εσύ γεννήθηκες όλος μέσα στις αμαρτίες, και εσύ [τολμάς να] διδάσκεις εμάς;». Και τον έβγαλαν έξω [από τον τόπο της συνεδρίασης]. Το έμαθε όμως ο Ιησούς ότι τον εκδίωξαν και αφού τον συνάντησε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον υιό του Θεού;». Αποκρίθηκε εκείνος και του είπε: «και ποιος είναι, Κύριε, [πες μου,] για να πιστέψω σε αυτόν;». Του είπε δε ο Ιησούς: «Ήδη τον έχεις δει. Αυτός, ο οποίος μιλά μαζί σου [τώρα], αυτός είναι». Και εκείνος είπε: «Πιστεύω, Κύριε. Και προσκύνησε αυτόν».
© Απόδοση στη Νεοελληνική: v.a.k. για λογαριασμό του www.epiaspalathon.gr (2017)