Αποστολική διαδοχή

Η αποστολική διαδοχή είναι κατανοητό ότι συνδέεται όχι απλώς ετυμολογικά, αλλά κυρίως λειτουργικά με την αποστολικότητα της Εκκλησίας.

Αν προσπαθούσαμε να ορίσουμε το τι ακριβώς είναι και πώς ορίζεται η αποστολική διαδοχή μέσα στην Εκκλησία, θα ήταν αρκετό να παραθέσουμε απλά και μόνο το ψαλλόμενο απολυτίκιο «κα τρπων μτοχος, κα θρνων διδοχος τν ποστλων γενμενος, τν πρξιν ερες θεπνευστε, ες θεωρας πβασιν· δι τοτο τν λγον τς ληθεας ρθοτομν, κα τ πστει νθλησας μχρις αματος…». [1] Η αποστολική διαδοχή είναι κατανοητό ότι συνδέεται όχι απλώς ετυμολογικά, αλλά κυρίως λειτουργικά με την αποστολικότητα της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία «ταυτίζεται απολύτως με την κοινότητα των Αποστόλων της Πεντηκοστής […], εντός της οποίας παρατείνεται ο Χριστός χαρισματικώς». [2] Οι Απόστολοι αμέσως μετά την Πεντηκοστή, και ενώ μέχρι εκείνης της ώρας ήταν φοβισμένοι και κρυμμένοι «διά τόν φόβον τν ουδαίων», ενισχύθηκαν και αλλοιώθηκαν πνευματικά, λαμβάνοντας κατά την επαγγελία του Χριστού «δύναμιν ξ ψους». [3] Νιώθουν τον ανεστημένο Κύριο της Δόξης να είναι συνεχώς παρών ανάμεσά τους και να ενεργεί «διά της ενοικήσεως της άρρητης και υπερφυούς θεουργικής δωρεάς του Παρακλήτου». [4] Οι πρώην δειλιώντες καθίστανται αδιστάκτως ασίγητα στόματα του Λόγου και εξέρχονται να κηρύξουν αναστάσιμη καινότητα ζωής σε ένα εχθρικό περιβάλλον, τερματίζοντας σχεδόν όλοι τους -πλην του αγίου Ιωάννου θεολόγου- την επίγεια ζωή τους, με το μαρτύριό τους.

Η αποστολική διαδοχή λοιπόν «έχει ουσιαστικό περιεχόμενο μόνον μέσα στο σώμα της Εκκλησίας», [5] και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να περιοριστεί διαδικαστικά και να εγκλωβιστεί απλώς σε μια σειρά ιστορικών χειροτονιών, [6] αν αυτές δεν συνδέονται απαραίτητα με την αποστολική πίστη και το αποστολικό φρόνημα. Στην περίπτωση δηλαδή που κάποιος λάβει κανονική χειροτονία από κανονικό Επίσκοπο, όμως εξαιτίας σχίσματος ή αιρετικής απόκλισης από την καθολικότητα της αποστολικής πίστης αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας, δεν σημαίνει ότι συνεχίζει την αποστολική διαδοχή την οποία ναι μεν παρέλαβε, όμως δεν διατήρησε. [7] Δεν αποτελεί με άλλα λόγια ένα «νομοκανονικό σκελετό της Εκκλησίας που εξασφαλίζει τη διοικητική ενότητα ή τη συνέχειά της στο χρόνο ωσάν να επρόκειτο για ένα κοσμικό κράτος του οποίου η συνέχεια διασφαλίζεται από την ομαλή δυναστική διαδοχή. Η αποστολική διαδοχή είναι το κριτήριο «υποταγής της Εκκλησίας στην κυριότητα του Χριστού», [8] αλλά συνάμα και το χαρισματικό όργανο της συνέχειας της εμπειρίας της Εκκλησίας στη ζωή της χάριτος», [9] μέσω της οποίας  ο κάθε πιστός δύναται χαρισματικώς να βιώσει την ενιαία παράδοση και εμπειρία Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων. Σε αυτό το πλαίσιο κατανοείται η εκκλησιολογική ευαισθησία στη φράση του απ. Παύλου «ε τις μς εαγγελίζεται παρ’ παρελάβετε, νά­θεμα στω». [10]

Αποστολική διαδοχή – Βασίλειος Ι. Τουλουμτσής

———————————————————————————————————-

[1] Το εν λόγω απολυτίκιο, ψάλλεται αδιακρίτως σε όλους του Ιερομάρτυρες. Γίνεται φανερή μέσα στην πλοκή του ποιητικού κειμένου, η άρρηκτη σχέση θεωρίας και πράξης για την χριστιανική ζωή. Η άνωθεν «ξένη» φύση της αποστολικής πίστης, η οποία βιούμενη, αναγεννά και μεταμορφώνει τον άνθρωπο, χαρίζει μέσα στην καρδιά του την εν Χριστώ ειρήνη και ενότητα, ως ένα άρρητο συναίσθημα, το οποίο ο Χριστιανός όταν το βιώσει, δεν συμβιβάζεται να το χάσει ακόμη και όταν βρεθεί υπό την απειλή του θανάτου. Πολύ ορθά έχει γραφεί πως «ο σύνδεσμος του Χριστού με τον πιστό είναι μεγαλύτερος από εκείνον, που έχει ο ένοικος με την οικία, η άμπελος με το κλήμα, ο άνδρας με τη γυναίκα στο γάμο, η κεφαλή με τα μέλη στο σώμα. Το τελευταίο έγινε φανερό από τους μάρτυρες, που προτίμησαν να χάσουν το κεφάλι τους παρά το Χριστό». Παναγιώτης Νέλλας, Ζώον Θεούμενον, Προοπτικές για μια ορθόδοξη κατανόηση του ανθρώπου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 20004, σελ. 132.
[2] Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος, Ζητήματα Εκκλησιολογίας, Ερμηνευτική προσέγγιση πτυχών του μυστηρίου της Εκκλησίας με βάση την ορθόδοξη πατερική παράδοση, εκδ. ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ, Αθήνα 20162, σελ. 86.
[3] Λκ 24, 49.
[4] Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος, Ζητήματα Εκκλησιολογίας, σελ. 200.
[5] Δημήτριος Τσελεγγίδης, Προϋποθέσεις και Κριτήρια του Ορθοδόξως και απλανώς Θεολογείν, εκδ. Π. Πουρναρά, σελ. 169.
[6] Βλ. Πέτρος Χίρς (πρωτ.), Η Εκκλησιολογική Αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου, Μία Ορθόδοξη διερεύνηση του Βαπτίσματος και της Εκκλησίας κατά το Διάταγμα περί Οικουμενισμού, εκδ. Uncut Mountain Press, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 245, πρβλ. σημ. 547 και 548.
[7] Βλ. Μ. Βασιλείου Επιστολή Κανονική Α΄ προς Αμφιλόχιον Ικονίου, PG 32, 665ΑΒ, όπου φαίνεται η πλήρης  συμφωνία του με τον Άγιο Κυπριανό σχετικά με την απώλεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και την αποκοπή από το ιερατικό χάρισμα όσων αποχωρούν από την Εκκλησία.
[8] Δημήτριος Βακάρος (πρωτ.), «Η Ιερωσύνη στην Εκκλησιαστική Γραμματεία των Πέντε Πρώτων Αιώνων»,  Πορίσματα Ιερατικού Συνεδρίου έτους 1988, Κλήρος και Λαός ως Σώμα Χριστού, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Δράμα 1988, σελ. 63.
[9] Γεώργιος Δ. Παναγόπουλος, Ζητήματα Εκκλησιολογίας, σελ. 190.
[10] Γαλ 1,9

(Visited 533 times, 1 visits today)

Σχετικές δημοσιεύσεις