Ανάμεσα στον ερχομό και την απουσία
Έχουμε ακόμη ανάγκη την ελπίδα του ερχομού· τη σάρκωσή του, γιατί ακόμη δεν σαρκώθηκε στις καρδιές μας, δεν σαρκώθηκε στις ζωές μας.
Δεν είναι απαραίτητη κάποια μελέτη για να το καταλάβεις. Μάλλον δεν χρειάζεται να κοιτάξεις καν γύρω σου. Συνήθως αρκεί μια απλή, ρεαλιστική και ειλικρινής ματιά στον ίδιο σου τον εαυτό. Ποιος μπορεί να πει ότι δεν νιώθει μόνος, ότι υπάρχουν στιγμές που νιώθει μια ατέλειωτη μοναξιά; Ποιος μπορεί να πει ότι πράγματι δεν είναι μόνος; Όταν οι υποχρεώσεις, ο φόρτος της καθημερινής βιοτής σταματά, όταν μένουμε μόνοι μας με τον εαυτό μας, νιώθουμε συχνά μια μοναξιά ικανή να μας πνίξει. Αλλά, ακόμα και όταν, το αίσθημα αυτό δεν είναι πολύ ισχυρό, υπάρχει κάτι το ανεκπλήρωτο μέσα μας.
Περιμένουμε κάτι να μας γεμίσει, κάτι να πληρώσει το κενό που μας συνοδεύει,
κάτι να ομορφύνει το σκληρό τοπίο της μέρας μας, κάτι να δώσει λίγη πνοή και λίγο νόημα. Καλώς ή κακώς περιμένουμε πάντα μια άφιξη, έναν ερχομό, κάτι που θα μας αναστατώσει, κάτι που θα μας ξεσηκώσει. Άλλες φορές πάλι, αρκούμαστε στην απουσία. Αρκούμαστε, δηλαδή, στην απώλεια αυτού του ερχομού. Την συνηθίζουμε, μαθαίνουμε να ζούμε μαζί της. Κλεινόμαστε σε αυτήν την απουσία φωτός και νοήματος, χανόμαστε στη ρουτίνα της, εισχωρούμε στη δύναμη της ροής και της ταχύτητάς της.
Σκέφτομαι συχνά ότι όλη αυτή η καταθλιπτική αλήθεια έχει δύο δρόμους. Τον δρόμο του ερχομού και τον δρόμο της απουσίας.
Ο δρόμος του ερχομού γυρίζει πίσω το μυαλό και τις καρδιές μας στις προφητείες για τον ερχομό του Μεσσία. Μας γυρίζει στην αδιόρατη θλίψη και στη βασανισμένη φωνή, η οποία καταγράφει τη βεβαιότητα του αναμενομένου. Είναι η ίδια καταθλιπτική βεβαιότητα που γεμίζει φως και χαρά και μια γεύση αλήθειας. Είναι η ίδια καταθλιπτική βεβαιότητα που γεμίζει με πόθο και διάθεση, με ελπίδα για συνάντηση και γνωριμία.
Από την άλλη πάλι ο δρόμος της απουσίας. Μιας απουσίας που μας φέρνει μοιραία αντιμέτωπους με τον αυτονομισμό μας. Με την ψευδαισθησιακή πεποίθηση ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας. Με τον εμμονικό εγκλωβισμό της άρσης της όποιας βοήθειας, με την αυτοασφάλεια των λογισμών και των συναισθημάτων μας.
Είναι συγκλονιστικό, αλλά και οι δύο δρόμοι είναι λύπες. Ξεκινούν απο την απώλεια και από την έλλειψη, έχοντας όμως διαφορετική κατάληξη.
Για τη ζωή που ανδρώνεται μέσα στην Εκκλησία ο Μεσσίας ήρθε.
Είναι γεγονός πια. Ο λυτρωτής έφτασε, ο μεγάλος βασιλιάς είναι εδώ. Το βροντοφωνάζουμε, το πανηγυρίζουμε. Κάποιες φορές προσπαθούμε να το χωνέψουμε, άλλες αγωνιζόμαστε να το ζήσουμε. Και όμως έχουμε ακόμη ανάγκη την ελπίδα του ερχομού. Έχουμε ακόμη ανάγκη τις προφητείες για αυτόν. Έχουμε ανάγκη τη σάρκωσή του, γιατί ακόμη δεν σαρκώθηκε στις καρδιές μας, δεν σαρκώθηκε στις ζωές μας. Επιλέγουμε να κρατάμε μια απόσταση ασφαλείας. Επιλέγουμε να χανόμαστε στη μιζέρια της απουσίας και του κενού.
Η αλήθεια είναι ότι έχουμε δρόμο ακόμα. Δρόμο καθημερινό μέχρι να σκηνώσει μέσα μας και να μας γεμίσει και να μας κάνει ολάκερους, πλήρεις.
Αυτή είναι η πορεία μας. Ανάμεσα στον ερχομό και την απουσία. Ανάμεσα στην απώλεια και στην ποθητή σάρκωση.
Δεν ξέρω πόσο παρήγορο ή σκληρό ακούγεται, αλλά θα υπάρξει κάποτε στιγμή που η προσδοκία θα γίνει πραγματικότητα καθηλωτική. Και η αλήθεια δεν θα κρύβεται. Ούτε αυτή του Λυτρωτή ούτε αυτή που θα κουβαλάμε μέσα μας. Το ερώτημα για όλους στέκεται μετέωρο. Θα είναι αλήθεια αναμονής ή αλήθεια ολοκληρωτικής αποχής; Ας κάνουμε υπομονή. Η επιστροφή του Βασιλιά δεν αργεί. Ποτέ δεν άργησε εξάλλου…
π. Ιωσήφ Κουτσούρης