Κοινωνία χωρίς πρόσωπο - Επί ασπαλάθων
«Όταν τ’ ανθρώπινα γρανάζια έχουν αισθήματα, η κοινωνική μηχανή παθαίνει εμπλοκές»
Eίναι πια γεγονός ότι στις σύγχρονες κοινωνίες το ανθρώπινο πρόσωπο χάνει σταδιακά τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητά του. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτό ακριβώς είναι που του ζητείται, γιατί αυτό επιδιώκεται με διάφορους συνειδητούς ή ακόμα και ασυνείδητους τρόπους. Ο λόγος φαντάζει ίσως υπερβολικός, αλλά μοιάζει αληθινό ότι το ιδεατό ζητούμενο των ημερών μας είναι η δημιουργία ενός μηχανικού αυτόματου. Το αυτόματο έχει απολέσει κρίση και αντίληψη. Και αυτό ακριβώς είναι που βολεύει. Το αυτόματο του σύχρονου κόσμου που ονομάζεται κατά κάποιον παράξενο τρόπο άνθρωπος, παραμένει απόλυτα προσκολλημένο στο κοπάδι του. Δεν έχει καν τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί από το υπόλοιπο σύνολο στη σκέψη, στα αισθήματα και στην πράξη. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η ακάθεκτη πορεία του αυτοματοποιημένου συνόλου και αυτή ακριβώς η ασφάλεια προσφέρεται μέσα από τη συνθήκη της αυτοματοποίησης. Οποιαδήποτε διαφοροποίηση αποτελεί κίνδυνο και απειλή, ένα χαλασμένο γρανάζι που εμποδίζει την παραγωγικότητα του κοπαδιού. Οποιαδήποτε διαφοροποίηση διαστρέφει αυτή την εσωτερική δομή, αυτό τον εσωτερικό χαρακτήρα.
Το ερώτημα, βέβαια, το οποίο προκύπτει είναι το εξής: Ποιός επιθυμεί τη δημιουργία αυτού του μηχανικού αυτόματου; Το να μιλήσουμε για κάποιες ομάδες συγκεκριμένων συμφερόντων είναι το μόνο εύκολο. Ωστόσο, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα με μεγαλύτερη ευρύτητα. Το μηχανικό αυτόματο είναι το όργανο κάθε ιδεολογίας, είναι το όργανο κάθε τυποποιημένης ομάδας. Η επιδίωξη της κυριαρχίας και της επιβολής συνδέεται με την ανάγκη ύπαρξης του μηχανικού αυτόματου. Γι’ αυτό ακριβώς βρίσκεται παντού, συνέχει την ζωή μας, συνέχει τις πράξεις και τις επιλογές μας.
Και βέβαια αναφερόμαστε σε μια δομή με πολύ στενά όρια. Μια δομή που εργάζεται χωρίς ορίζοντες, χωρίς προοπτική, χωρίς επαναστατικές προθέσεις. Μια δομή της οποίας τα πλαίσια φαντάζουν απόλυτα και συγκεκριμένα. Αν επιτρέψουμε σε αυτήν τη δομή να αναπτυχθεί και στα όρια της εκκλησιαστικής μας ζωής, τότε ακριβώς η ποιμαντική τελματώνει, η μυστηριακή ζωή χάνει τον προσωπικό της χαρακτήρα και η λατρευτική ζωή αποποιείται την ευχαριστιακή της διάσταση. Και πώς μπορεί να ασκηθεί ποιμαντική, από την στιγμή που η σωτηρία του προσώπου μπαίνει σε δεύτερη μοίρα απέναντι στην άτεγκτη δομή, απέναντι στην προτεραιότητα του κανονισμού και τον χαρακτήρα του επικρατούντα νόμου; Πώς μπορεί να βιωθεί μυστηριακή, ευχαριστιακή και λατρευτική ζωή από την στιγμή που ο άνθρωπος, η εικόνα του Θεού, καλουπώνεται στον βωμό μιας αποπροσωποποιημένης κοινωνίας;
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει ο κίνδυνος να κινηθεί και η όποια πνευματική εργασία που ασκείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Η πνευματική εργασία σταδιακά αποκτά έναν μηχανικό, ρουτινώδη χαρακτήρα και ορίζεται από τις έννοιες της υποχρέωσης και της ανάγκης. Η άσκηση, η νηστεία, η εγκράτεια, η προσευχή από σχέση κοινωνίας με το πρόσωπο του Θεού, γίνονται μια συνήθεια, μια υποχρέωση, μια ένδειξη ηθικής τελείωσης. Γίνεται δυστυχώς η φανέρωση μιας ατομικής βελτίωσης, μιας «προόδου» και μιας εκδήλωσης της «εύνοιας του Θεού» μέσα στην ζωή του ανθρώπου.
Τα στοιχεία αυτά οδηγούν αποκλειστικά σε ένα πλαίσιο παραγωγής και κατανάλωσης, σε ένα πλαίσιο δούναι και λαβείν, γιατί όταν ακριβώς η πνευματική εργασία εντάσσεται ως πίεση υποχρεωτική, όταν νοηθεί ως γεγονός υπόταξης στην ανάγκη και όχι άνοιγμα στην ελευθερία, τότε αναγκαστικά μεταλλάσσεται σε ένα εμπορευματικό γεγονός. Σε ένα γεγονός ανταλλαγής. Ζήτησης αρχικά και αφού υφίσταται ζήτηση, κατ’ επέκταση θα αναμένεται και η λήψη.
«Αλλά στην πορεία της εξέλιξής του ο Καλβινισμός έδωσε μια θετική χροιά σε αυτό: στην ιδέα ότι είναι αναγκαίο να αποδείξει κανείς την πίστη του μέσα από την κοσμική δραστηριότητα. Με αυτόν τον τρόπο, έδωσε σε ευρύτερες ομάδες θρησκευόμενων ανθρώπων το θετικό κίνητρο του “ασκητισμού”.» (Μαξ Βέμπερ)
Ι.Κ.Νικηφόρου